Αποτελούν ακόμα και σήμερα αντικείμενο θαυμασμού, για τους ρομαντικούς μελετητές της ιστορίας, αλλά και τους στρατιωτικούς αναλυτές, οι «θρυλικοί» Σπαρτιάτες οπλίτες. Ένας στρατός, που στην περίοδο της ακμής του ήταν αήττητος από οποιονδήποτε αντίπαλο σε δύση και ανατολή.
Απαρχές – Οργάνωση – Σύνθεση. Το σπαρτιατικό κράτος δημιουργήθηκε στην κοιλάδα του Ευρώτα, τους «σκοτεινούς αιώνες» 11ος – 9ος αιώνας π.Χ. Οι 2.000 Δωριείς πολεμιστές που έφθασαν από τον βορρά αγωνίστηκαν σκληρά για να επικρατήσουν. Είχαν ως αντιπάλους μερικούς από τους πιο αξιόλογους πολεμιστές εκείνης της εποχής. Τους Αχαιούς κατοίκους της Λακωνικής που αντιστάθηκαν, τους Μεσσήνιους «άσπονδους» γείτονες, τους Αργείους ιδίας καταγωγής με τους Σπαρτιάτες. Ο αγών ήταν δύσκολος. Οι ηττημένοι αντίπαλοί τους είτε υποδουλώθηκαν (έγιναν είλωτες), είτε κατά τους πρώτους αυτούς αιώνες ενσωματώθηκαν στην σπαρτιατική πολιτεία. Ο Αριστοτέλης μας πληροφορεί ότι αυτή την πρώιμη περίοδο, όπου σημειωτέον οι ιστορικές γνώσεις μας δεν είναι επαρκείς, υπήρχαν στην Λακεδαίμονα 10.000 πολίτες. Αργότερα, κατά τον 8ο π.Χ. αιώνα, όπου φέρεται να έζησε ο «θρυλικός» νομοθέτης τους ο Λυκούργος, οι πολίτες της ήταν 9.000, όσοι και οι κλήροι στους οποίους χωρίστηκε η γη τους. Αυτοί οι πολίτες ήταν οι Όμοιοι. Η σκληρή και απαράμιλλη εκπαίδευσή τους, τους έκανε αήττητους στο πεδίο της μάχης για περίπου 4 αιώνες. Εκείνη την πρώιμη αρχαϊκή περίοδο, αναπτύχθηκε στις ανεξάρτητες πόλεις – κράτη ένα νέο είδος πολέμου, ο οπλιτικός πόλεμος. Βασιζόμενες στην πυκνή διάταξη, την χρήση της μεγάλης «αργολικής» ασπίδας, του «όπλου», καθώς και στην εξαιρετική εκπαίδευση και φυσική κατάσταση, οι πόλεις-κράτη υπεράσπιζαν την ανεξαρτησία τους, μέσω της οπλιτικής φάλαγγος. Η φάλαγξ, πυκνός σχηματισμός πεζών, δρώντας σαν ένα σώμα, επέτρεπε σε μικρότερους αριθμητικά αντιπάλους να αντιμετωπίζουν επιτυχώς τις μάχες. Η φάλαγξ, έσωσε τον ελληνικό κόσμο κατά την βάρβαρη περσική εισβολή των αρχών του 5ου αιώνα π.Χ. Στην Σπάρτη η φάλαγξ έφτασε στο απόγειο της, ήταν η φάλαγξ των Ομοίων.
Αλλά ο σπαρτιατικός στρατός δεν αποτελείτο μόνο από τους Ομοίους. Στο σπαρτιατικό κράτος υπήρχαν και οι Περίοικοι, πολίτες δηλαδή με περιορισμένα δικαιώματα, που ακολουθούσαν τους Ομοίους στις εκστρατείες. Ο αριθμός των άρρενων Περιοίκων, την εποχή της ακμής της Σπάρτης, υπολογίζεται σε 30.000. Βεβαίως στις εκστρατείες συμμετείχε ένα μέρος αυτών.
Ρόλο στον στρατό των Λακεδαιμονίων είχαν και οι Είλωτες, ως βοηθητικοί όμως. Ο αριθμός τους υπολογίζεται από 40 έως 50 χιλιάδες (εννοούνται οι άρρενες).
Η εποχή της ακμής. Το κράτος των Λακεδαιμονίων έφθασε στην μεγαλύτερη έκτασή του από το 547 π.Χ. μέχρι το 370 π.Χ. Περίπου 8.400 τ.χιλ, δηλαδή τα 2/5 της Πελοποννήσου, αποτελούσαν την επικράτειά τους. Βέβαια, μέσω της Πελοποννησιακής Συμμαχίας, ήλεγχαν μια έκταση 20.000 τ.χιλ και περίπου 800.000 – 900.000 κατοίκους. Πόσος ήταν τελικά ο πληθυσμός της σπαρτιατικής πολιτείας; Με βάση τα στοιχεία των αρχαίων συγγραφέων, αλλά και της πληθυσμιακής κατανομής της νοτίου Ελλάδος, ο πληθυσμός τους πρέπει να ήταν 320 έως 340 χιλιάδες. Πάντα μιλάμε για την περίοδο πληθυσμιακής ακμής (547 – 464). Διότι το 464 π.Χ. συνέβη ο καταστροφικός σεισμός, που σύμφωνα με τις πηγές προκάλεσε τον θάνατο περισσοτέρων από 20.000 ατόμων. Αμέσως ξέσπασε ειλωτική επανάσταση, γνωστός και ως γ΄μεσσηνιακός πόλεμος, ο οποίος αύξησε και άλλο τα θύματα. Ο πληθυσμός της Λακωνικής, σίγουρα έπεσε κάτω από τις 300.000, χωρίς ποτέ να ανακάμψει. Οι επακόλουθες συγκρούσεις και οι ανταγωνισμοί με την Αθήνα, καθώς και ο καταστροφικός για τον ελληνισμό Πελοποννησιακός Πόλεμος, προκάλεσε περαιτέρω δημογραφική συρρίκνωση.
Η παρακμή και τα αίτιά της. Ο αριθμός των Ομοίων με το πέρασμα του χρόνου ελαττωνόταν. Από το 464 και μετά, η Σπάρτη δεν είχε πλέον 8 με 9 χιλιάδες άριστους πολεμιστές, αλλά τους μισούς και λιγότερους. Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος μεγάλωσε τις απώλειες. Η στρατηγική ιδιοφυία του Βρασίδα, του Λύσανδρου ή του Αγησιλάου δεν απέτρεψε τελικά το μοιραίο, που ήρθε λίγες δεκαετίες αργότερα, το 371 π.Χ. στα Λεύκτρα.
Ένα θέμα προς συζήτηση είναι τι γινόταν με τους δευτερότοκους ή τριτότοκους γιους των Ομοίων. Ο κλήρος πέρναγε στον πρωτότοκο, οπότε αυτοί πέρναγαν στην κατηγορία των Υπομειόνων, δηλαδή πολιτών 2ης κατηγορίας. Στον πόλεμο, μάλλον τάσσονταν στην φάλαγγα των Περιοίκων, αυξάνοντας έτσι την μαχητική της αξία. Πόσοι ήταν; Δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία, αλλά πρέπει να έφταναν ή και να ξεπερνούσαν τις 5.000, πάντοτε σε περιόδους δημογραφικής ακμής.
Ένα άλλο στοιχείο που οδήγησε στην πτώση ήταν ένας νόμος που χρεώνεται στο έφορο Επιταδέα, σύμφωνα με τον οποίο ο κλήρος από τον Όμοιο πατέρα μπορεί να περάσει στην κόρη και όχι απαραίτητα στον γιο, εφ’ όσον δεν υπήρχε γιος. Αυτό υπολογίζεται ότι έγινε προς το τέλος του 5ου ή τις αρχές του 4ου αιώνα. Έτσι τελικά η Σπάρτη έγινε μια πολιτεία με πλούσιες νύφες, αλλά χωρίς υπερασπιστές.
Το τέλος. Μετά τις ήττες του 371 και του 362 από τους Θηβαίους των Επαμεινώνδα και Πελοπίδα, η Σπάρτη περνάει στο παρασκήνιο. Τελευταία αναλαμπή, το δεύτερο μισό του 3ου αιώνα (250-220), όπου οι μεταρρυθμιστές βασιλείς Άγις και Κλεομένης, προσπάθησαν να ανασυστήσουν τον ανίκητο στρατό των Ομοίων και να αναστήσουν το κλέος της Σπάρτης. Παρά τις αρχικές τους επιτυχίες, κυρίως του Κλεομένους, οι ιστορικές συγκυρίες δεν τους βοήθησαν. Στην Σελλασία το 222 π.Χ, ήταν το κύκνειο άσμα του θρυλικού στρατού των Λακεδαιμονίων, παρά τις προσπάθειες να ανασυγκροτηθεί στις δεκαετίες που ακολούθησαν. Ήταν αργά για μεταρρυθμίσεις. Αυτές έπρεπε να γίνουν 150 χρόνια νωρίτερα.
Κατά τον Αριστοτέλη, η χώρα των Λακεδαιμονίων ήταν ικανή να δώσει 30.000 πεζούς και 1.500 ιππείς. Όσον αφορά το ιππικό, αυτό ποτέ δεν αναπτύχθηκε σε μια χώρα που προτιμούσαν τον «ηρωϊκό» πεζό τρόπο μάχης. Άλλωστε στην νότιο Ελλάδα, με εξαίρεση την πεδινή Βοιωτία, δεν αναπτύχθηκε ιδιαίτερα το ιππικό. Περίφημο ιππικό είχαν μόνο η Θήβα, η Θεσσαλία και βεβαίως η Μακεδονία. Για τους πεζούς αναφερθήκαμε προηγουμένως. Σε περίοδο ακμής ήταν σίγουρο ότι η Σπάρτη μπορούσε να αναπτύξει δύο φάλαγγες. Η μία των Ομοίων και η άλλη των Περιοίκων, όπως έγινε στις Πλαταιές το 479 π.Χ. Ποτέ, βέβαια, ο αριθμός των οπλιτών δεν έφθασε στο σύνολό τους τις 30.000. Σε κάθε περίπτωση στην ακμή του, ο στρατός τους έμοιαζε ανίκητος. Και ήταν.
Σύγκριση με άλλους στρατούς. Πολλοί μελετητές αναρωτιούνται ποια στρατιωτική δύναμη ήταν ανώτερη στο πεδίο της μάχης, η σπαρτιατική φάλαγξ, η μακεδονική φάλαγξ ή η ρωμαϊκή λεγεώνα. Οι δύο τελευταίες αναμετρήθηκαν, σε μια εποχή βεβαίως που η λεγεώνα ήταν ανερχόμενη ενώ η φάλαγξ παρηκμασμένη. Δεν αντιμετώπισαν οι Ρωμαίοι τον Φίλιππο ή τον Μέγα Αλέξανδρο, αλλά τους διαδόχους τους. Αλλά και οι Μακεδόνες όταν επικράτησαν, δεν αντιμετώπιζαν τους ακμάζοντες νότιους Έλληνες, αλλά τις παρηκμασμένες πόλεις-κράτη του 2ου μισού του 4ου π.Χ. αιώνα. Ανάμεσά τους δεν βρισκόταν η Σπάρτη, που ήταν βουτηγμένη στην παρακμή της.
Μπορούμε, τελικά, να δώσουμε απάντηση για το ποιος νικούσε, αν κάνουμε αυτές τις συγκρίσεις; Η λεγεώνα, πιο ευκίνητη από την βαριά μακεδονική φάλαγγα, υπερίσχυσε. Αν όμως τους στρατού ηγείτο ένας Φίλιππος ή ένας Μέγας Αλέξανδρος το αποτέλεσμα μάλλον θα ήταν διαφορετικό. Όσο για την σπαρτιατική φάλαγγα της περιόδου της ακμής της, δεν νομίζουμε ότι θα υπήρχε αντίπαλος να την νικήσει.
Για όλους αυτούς τους λόγους, έμεινε θρυλικός στην ιστορία ο Σπαρτιάτης Οπλίτης.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου