Τετάρτη 20 Αυγούστου 2008

Συνεντευξη του Στυλιανου Παττακου στην Εσπρεσο

«Εγώ είχα τα τανκς» λέει και φουσκώνει σαν παγώνι από την περηφάνια. Δεν έχει μετανιώσει ούτε για μια στιγμή στη ζωή του. «Θα έκανα και πάλι το ίδιο, εάν διαπίστωνα πως υπήρχε ανάγκη. Τώρα που είμαι γέρος συνεχίζω την επανάσταση, μέσα από τα βιβλία μου. Η Ελλάδα χρειάζεται ξανά έναν κουζουλό για να τη σώσει».

Ο 97χρονος -σήμερα- Στυλιανός Παττακός ζει ακόμη με στρατιωτικό πρόγραμμα. Ξυπνάει πριν από την ανατολή του ηλίου, κάνει σουηδική γυμναστική, παρακολουθεί την επικαιρότητα και πηγαίνει για ύπνο στις δώδεκα τα μεσάνυχτα (την ώρα που βγαίνουν οι βρικόλακες).

Το ραντεβού μας είχε κλειστεί στην Ανάβυσσο (στο ξενοδοχείο «Καλυψώ»), όπου κάθε καλοκαίρι εδώ και δεκαοκτώ χρόνια παραθερίζει μαζί με τη σύζυγό του. Η συνάντηση με ένα από τα πρόσωπα πού έγραψαν αρκετές σελίδες (έστω και μελανές) της Νεοελληνικής Ιστορίας διήρκησε κοντά στις δύο ώρες. Ο ταξίαρχος τεθωρακισμένων (ιππικού παλαιότερα) Παττακός, που φέρει πια το βαθμό του απλού στρατιώτη, κατέβηκε από το δωμάτιό του στις 7.30 !

«Καλωσορίσατε. Πάρτε ένα καφεδάκι και να τα πούμε». Η φωνή του είναι μπάσα και βραχνή. Ο άλλοτε πανίσχυρος άνδρας της επταετίας έχει λυγίσει από τα χρόνια. Φοράει πουκάμισο, παντελόνι καλό «διά την φωτογράφισιν» και πέδιλα. Χαιρετάει τον κόσμο που του χτυπάει φιλικά την πλάτη. Ασπάζεται τις κυρίες σταυρωτά. «Βλέπετε, με αγαπούν. Ολα αυτά περί χούντας είναι απλά ψεύδη. Παρεδώσαμεν χρέος μηδέν και ανεργία μηδέν. Πήγαμε φως και δρόμους στα χωριά. Δώσαμε δάνεια στα νοικοκυριά και στους φοιτητές. Κάναμε σχολεία και εκκλησίες. Τώρα όλα κάθε χρόνο χειροτερεύουν. Δεν τον αντιλαμβάνεστε και εσείς; Τότε “Ελλάς Ελλήνων χριστιανών”, τώρα... “Ελλάς αλλοδαπών ληστών”».

Το μόνο λάθος που παραδέχεται πως έκανε η... εθνοσωτήριος ήταν ότι «Κρατήσαμεν απομονωμένους τουςς κομμουνιστάς περισσότερο από όσο θα έπρεπε. Οταν είχαν γίνει ακίνδυνοι πλέον διά την πατρίδα, θα έπρεπε να τους είχαμε αφήσει ελεύθερους». Τα παχιά, λευκά του φρύδια καλύπτουν τα μικρά του μάτια, που με δυσκολία βλέπουν. Οι ρυτίδες γύρω απ’ αυτά μαρτυρούν τον καιρό που πέρασε κι άφησε τα σημάδια του. Η εικόνα του δεν θυμίζει σε τίποτα τον αυστηρό στρατιωτικό που ήταν παρών στον πόλεμο του ’40 και μετά από 27 χρόνια, εν μια νυκτί, με άλλους δύο αξιωματικούς (τον Παπαδόπουλο και τον Μακαρέζο) έβαλαν «στο γύψο» την Ελλάδα.

«Η χώρα βρισκόταν σε κίνδυνο. Αν δεν επενέβαινε ο στρατός την 21η Απριλίου, δεν θα ζούσατε. Οι κομμουνιστές θα είχαν σφάξει τους δικούς σας. Δεν θα είχατε γεννηθεί». Θυμάται με κάθε λεπτομέρεια ημερομηνίες και γεγονότα. Πριν τη μαύρη επταετία υπήρξε υπόδειγμα αφοσιωμένου αξιωματικού. Εχει τιμηθεί με τρία αριστεία ανδρείας, δεκαπέντε παράσημα και επτά πολεμικούς σταυρούς. «Εφυγα να πολεμήσω κατά των Γερμανών λίγο μετά το γάμο μου. Ενας από τους θείους της γυναίκας μου ήταν αξιωματικός στη βασιλική φρουρά και με ρώτησε αν ήθελα να με κρατήσει εδώ. Φυσικά, αρνήθηκα. Ημουν νέος, 28 ετών. Δεν μπορούσα να αφήσω τους ηλικιωμένους να πολεμούν, και εγώ να κάθομαι εδώ και να χαϊδεύω τη σύζυγό μου. Σε όλη μου τη ζωή υπήρξα ευπατρίδης και χριστιανός. Το αποτέλεσμα ήταν να με καταδικάσουν σε θάνατο, έπειτα σε ισόβια και σήμερα να θεωρούμαι νεκρός για το επίσημο κράτος. Αυτή τη στιγμή ομιλείτε με ένα φάντασμα» λέει και ξεσπάει σε γέλια.

Είναι ευδιάθετος, διαθέτει χιούμορ και φαίνεται πως αντιμετωπίζει τη ζωή παλικαρίσια. «Ζω από τα βιβλία μου. Η φυλακή μού έκανε και ένα καλό: αφοσιώθηκα στη συγγραφή. Διάβασα πολύ και μπόρεσα να καταγράψω τα γεγονότα. Δεν έχω ιατρική περίθαλψη ούτε σύνταξη. Η σύζυγός μου, η κυρία Παττακού, αντιμετωπίζει κάποια προβλήματα υγείας. Περπατάει με “Πι”, αλλά πιστεύω πως θα ξεπεραστούν», εξηγεί και συνοφρυώνεται για λίγο. Η όψη του γλυκαίνει ξανά μόλις η συζήτηση μεταφέρεται στις δύο κόρες του, τα πέντε εγγόνια του και τα δύο δισέγγονά του. «Τα παιδιά είναι ευλογία. Στα εγγόνια μου μιλάω ως παππούς, οικογενειακά και χριστιανικά. Τους λέω ιστορίες και παραμύθια. Δεν μπορώ να τους μιλάω για πολιτική. Είναι ακόμη πολύ μικρά. Με τις κόρες μου και τους γαμπρούς μου μιλάμε για πολιτική, αλλά δεν με ακούνε».

Θεωρεί πως η Ελλάδα κυβερνάται από πολιτικούς που δεν την αγαπάνε. «Αυτοί τους οποίους ψηφίζετε είναι απάτριδες. Υμνεί ο πρωθυπουργός τον Φλωράκη ότι έδωκε πολλά στην πατρίδα και πήρε λίγα. Ποια λίγα, βρε; Εμάζεψε 28.000 ελληνόπουλα από την αγκαλιά της μάνας τους και τα πήγε στην Τασκένδη και έκανε το χωριό Μπελογιάννη. Πηγαίνει σήμερα ο Καραμανλής και κάνει μουσεία με λεφτά του ελληνικού λαού» λέει και βαριαναστενάζει. Κατά τη γνώμη του, άξιος πολιτικός είναι ο Στέλιος Παπαθεμελής. «Δεν ξέρω γιατί έφυγε από τη Νέα Δημοκρατία, αλλά καλά έκανε. Είναι τίμιος άνθρωπος και χριστιανός. Ελπίζω να ξαναφανεί στην πολιτική σκηνή της χώρας. Προς το παρόν, προσωπικά, συνιστώ ψήφο στον Καρατζαφέρη».

Σταματάει για λίγο. Ρίχνει μια ματιά στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου. «Να, μας βλέπει και η κυρία Παττακού». Το ακουστικό βαρηκοΐας σφυρίζει ενοχλητικά μέσα στο αφτί του. «Αμάν και αυτό!» λέει βαρυγκωμώντας και το κρατάει με το ρυτιδιασμένο του χέρι προκειμένου να σταματήσει ο θόρυβος. «Είμαστε μαζί από παιδιά» σημειώνει, καθώς ρίχνει το θολό του βλέμμα προς τη θάλασσα και περιγράφει το πώς γνώρισε τη γυναίκα της ζωής του. «Τότε υπηρετούσα κοντά στα σύνορα και κατέβαινα στην Αθήνα για εκπαίδευση. Ωραία χρόνια...» θυμάται αναπολώντας το παρελθόν. «Ημασταν νέοι και περνούσαμε καλά. Τότε έφερα ακόμη το βαθμό του υπίλαρχου και είχαμε κάνει μια ομάδα ορκισμένων εργένηδων. Ετυχε λοιπόν να κατέβω στην Αθήνα και να βρεθώ με έναν ξάδελφό μου, οδοντίατρο. Πιάσαμε κουβέντα και με ρωτούσε πότε θα νοικοκυρευτώ. Του έλεγα πως μια χαρά ήμουν εργένης και τότε γύρισε, με κοίταξε και μου είπε: “Ρε κερατά, εγώ θα σε παντρέψω”. Πήγαμε βόλτα σε ένα ζαχαροπλαστείο στην Πανεπιστημίου και εκεί πρωτοείδα την κυρία Παττακού. Ηταν καλλονή. Επρόκειτο για έρωτα κεραυνοβόλο».

Η κατάκτηση της αγαπημένης του όμως δεν ήταν εύκολη υπόθεση, κατά τα λεγόμενα του ίδιου. «Κανονίσαμε να ξαναβρεθούμε. Πέρασα από το σπίτι της να την πάρω, αλλά δυστυχώς βγήκε η υπηρεσία στην πόρτα και μου είπε: “Το κορίτσι δεν σας θέλει, κύριε”. Στενοχωρήθηκα. Πήγα στην Ομόνοια, πήρα ένα μπουκέτο λουλούδια και της τα έστειλα με ένα μπιλιετάκι που έγραφε: “Με συγχωρείτε αν σας στεναχώρησα. Δεν το ήθελα. Να σας έχει ο Θεός καλά”. Την επόμενη με αναζήτησε. Μετά από έξι μήνες παντρευτήκαμε και από τότε είμαστε μαζί. Με στήριξε σε όλες μου τις στιγμές. Ακόμη και όταν ήμουν στη φυλακή, ήταν δίπλα μου». Συγκινείται και συνεχίζει: «Επιτρεπόταν να με βλέπει μόνο αυτή και τα παιδιά μου. Οταν με αντίκριζαν πίσω από τα κάγκελα έκλαιγαν και εγώ τους έλεγα ψέματα πως θα βγω, για να τους δίνω κουράγιο». Βγάζει από την τσέπη του το δερμάτινο πορτοφόλι του και μας δείχνει όλο καμάρι το ανάγλυφο άλογο και τον ιππέα που βρίσκεται επάνω του.

«Ο στρατός είναι όλη μου η ζωή. Εχω επιθυμήσει αρκετές στιγμές. Από όταν ήμουν μαθητής στο Δημοτικό ήξερα πως θα γινόμουν στρατιωτικός. Ο δάσκαλος έλεγε συνεχώς μέσα στην τάξη: “Ο Στυλιανός θα γίνει αξιωματικός”. Ημουν πολύ δραστήριος και καλός στη γυμναστική».

Τα παιδικά χρόνια του δικτάτορα Παττακού ήταν δύσκολα. «Πείνα και των γονέων, παιδί μου. Μεγάλωσα σε μια οικογένεια με άλλα έξι αδέλφια. Δύσκολοι καιροί. Οταν πήγα να περάσω από εξετάσεις στη σχολή Ευελπίδων, με έκοψαν από ιατρικό λάθος. Νόμιζαν πως ήμουν φυματικός. Τόσο αδύνατος ήμουν». Ο νεαρός Στυλιανός όμως δεν εγκατέλειψε το όνειρό του. «Τελικά, κατετάγην στο ιππικό και έδειξα περίσσια ανδρεία. Ετσι προχώρησα τάχιστα στην ιεραρχία». Τη συζήτησή μας διακόπτει ένας παλιός του φαντάρος.
- Στρατηγέ, με θυμάστε; Είμαι ο Σκουρολιάκος. Υπηρέτησα στο Γουδί.

Η απάντηση του Παττακού έχει αρκετή δόση χιούμορ. «Θύμισε μου. Σε τιμώρησα;» Παραδέχεται πως υπήρξε αυστηρός, αλλά δίκαιος. «Ηθελα να υπάρχει τάξις και πειθαρχία». Το ίδιο εφάρμοζε πάντα και στην προσωπική του ζωή. «Ο πεθερός μου μου έλεγε πολλές φορές: “Βρε Στυλιανέ, τις κόρες σου φαντάρους θα τις κάνεις;” Τελικά, οι κόρες μου σήμερα με ευγνωμονούν που ήμουν τόσο αυστηρός».

Ρίχνει μια ματιά προς την παραλία. «Είναι παράδεισος. Μέχρι το τέλος του καλοκαιριού θα μείνω εδώ. Ξέρετε, ξυπνάω πολύ νωρίς. Κατεβαίνω στην παραλία, κάνω δεκαπέντε περιπάτους κατά μήκος της ακτής, μερικές ασκήσεις σουηδικής γυμναστικής και έπειτα κολυμπάω. Μένω για λίγα λεπτά στον ήλιο. Εχω καρκίνωμα στο δέρμα και απαγορεύεται να είμαι εκτεθειμένος. Επειτα πίνω το καφεδάκι μου, συζητώ με φίλους και ασχολούμαι με τα βιβλία μου».

Η ώρα έχει περάσει. Ενα ελαφρύ αεράκι μάς χτυπάει στην πλάτη. «Μήπως να πηγαίναμε;» λέει. «Ηταν ωραία η παρέα σας. Να ευχηθούμε και καλή τύχη στην ομάδα μπάσκετ του Παναγιώτη Γιαννάκη. Πάντα μου άρεσε ο αθλητισμός. Επαιζα κι εγώ ποδόσφαιρο στα νιάτα μου. Αυτά τα παιδιά μάς κάνουν περήφανους». Πριν αποχωρήσει για το δωμάτιό του, μας χαιρετάει διά θερμής χειραψίας και σταυροφιλήματος. «Να φιληθούμε κιόλας. Και μην ξεχνάτε: οι κουζουλοί την έκαναν ελεύθερη την Κρήτη!»





Πηγη: http://www.espressonews.gr/default.asp?pid=21&la=2&artid=812846&catID=16

Δεν υπάρχουν σχόλια: